νεμεσίζει

νεμεσίζει
νεμεσίζομαι
feel righteous indignation
pres ind mp 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεμεσίζομαι — (ΑΜ, Α σπαν. το ενεργ νεμεσίζω) [νέμεσις] φοβούμαι, ευλαβούμαι κάποιον («τοὺς δὲ Αἰγύπτιον αὐτὸν εἰρηκότας οὐ νεμεσίζομαι», Τζέτζ.) αρχ. 1. οργίζομαι με κάποιον, αγανακτώ («Ἥρῃ δ οὔ τι τόσον νεμεσίζομαι», Ομ. Ιλ.) 2. (το ενεργ. μόνο στο λεξ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”